Βόσπορος
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Greek (Liddell-Scott)
Βόσπορος: ὁ, (βοὸς πόρος Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) κυρίως «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», ὄνομα διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι εἶναι ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ ἐνίοτε τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - εἶναι ὅμως μοναδικὸν παράδειγμα συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ βοῦς). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· ἐντεῦθεν τὸ Βοσπορεῖον, ὡς ὄνομα ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡσαύτως, Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.