ἐπιτηδές

From LSJ
Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδές Medium diacritics: ἐπιτηδές Low diacritics: επιτηδές Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΣ
Transliteration A: epitēdés Transliteration B: epitēdes Transliteration C: epitides Beta Code: e)pithde/s

English (LSJ)

Adv.

   A of set purpose, advisedly, twice in Hom., ἐρέτας ἐ. ἀγείρομεν Il.1.142 ; μνηστήρων σ' ἐ. ἀριστῆες λοχόωσιν Od.15.28:—later proparox., ἐπίτηδες, Hdt.3.130, al., Hp.VC11, Ar.Eq.893,al., Th.3.112, Pl.Cri. 43b, etc.: Dor. ἐπίτᾱδες Theoc.7.42 : hence, cunningly, deceitfully, E.IA476 ; εἰς καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐ. fittingly, as best may be, Plu.2.577e ; cf. ἐξεπίτηδες.

German (Pape)

[Seite 992] att. ἐπίτηδες, dor. ἐπίταδες, Theocr. 7, 42 (ein adj. ἐπιτηδής kommt nicht vor, u. auch das adv. ἐπιτηδέως ist regelmäßig vom ion. ἐπιτήδεος abgeleitet; nach Buttm. Lexil. I p. 46 von ἐπὶ τάδε, dazu?); – 1) soviel dazu gehört, hinreichend, hinlänglich, ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, soviel Ruderer zur Fahrt gehören, hinreichende, Il. 1, 142; μνηστήρων σ' ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν, die ersten der Freier lauern dir in hinlänglicher Zahl oder Stärke auf, Od. 15, 28, in welcher Stelle Eust. ἐπιτηδές = ἐπιτηδεῖς erkl.; richtiger würde auch hier ἐπίτηδες geschrieben, vgl. Hdn. π. μον. λ. 47, 4. – 2) sorgfältig, mit Vorbedacht, absichtlich, auch gekünstelt, verstellt, ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ 'πίτηδες μηδὲν ἀλλ' ὅσον φρονῶ Eur. I. T. 476; ἐπίτηδες πηδάλιον εἶχον, vorsichtig hatte ich es mit, oder gerade dazu, Ar. Pax 142; vgl. Equ. 893. 1131. 1180; Her. 3, 130. 7, 44; τοὺς Μεσσηνίους πρώτους ὁ Δημοσθένης ἐπ. προὔταξεν Thuc. 3, 112; Plat. Crit. 43 b Lach. 183 c; Lys. 1, 11. 22, 9 u. A.; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδές: Ἐπίρρ., ἐπὶ σκοπῷ ὡρισμένῳ, ἐπὶ τούτῳ ἐπίτηδες, ἐς δ᾿ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν Ἰλ. Α. 142· μνηστήρων σ᾿ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν Ὀδ. Ο. 28. ― Παρ᾿ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. γράφεται προπαροξ. ἐπίτηδες (πρβλ. ἀληθές, ἄληθες), Ἡρόδ. 3. 130., 7. 44, 168, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893, 1135, 1184, Εἰρ. 142, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 112, Πλάτ. κλ.: Δωρ. ἐπίτᾱδες Θεόκρ. 7. 42· ἐντεῦθεν, μετὰ πονηρίας, ἀπατηλῶς, Εὐρ. Ι. Α. 476: ― ὥσπερ ἐπίτηδες, ἁρμοδίως, ὡς πρέπει, Πλούτ. 2. 577D: μεταγεν. ὡσαύτως ἐξεπίτηδες. Τύπος ἐπιτηδὴς δὲν ἀπαντᾷ ἐν χρήσει· μόνον ὁ Εὐστ. ἐν Ὀδ. Ο. 28 ἀναφέρει αὐτὸν ὡς ἀρσ. τοῦ ἐπιτηδές. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος· ὁ Κούρτ. ὑποβάλλει γνώμην ὅτι πιθανὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ τείνω, Λατ. tendo· ἐντεῦθεν τὰ ἐπιτηδεύω, ἐπιτήδειος).