Κέκροψ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
οπος, ὁ, Cecrops mythical king of Athens, Hdt.8.44; represented with a serpent's tail, and hence called διφυής, Sch.Ar.V. 436; with the tail of a θυννίς, Eup.156: pl.,
A = Κεκροπίδαι, IG3.1335. (Κέκροψ a barbarian name acc. to Hecat. 119 J.) II Adj. Κεκρόπιος, α, ον, Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, E.Ion936 (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Supp.658, El.1289); K. χθών Attica, Id.Hipp.34, etc.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, APl.4.295: Κεκροπία, ἡ, village-community in Early Attica, Str.9.1.20: Κεκρόπιον, τό, shrine of Cecrops, IG12.372.63:—also κεκρ-ικός, ib. 374.144. 2 fem. Κεκροπίς, ίδος, φυλή Ar.Av.1407, IG12.302.59, etc.; K. αἶα AP7.81 (Antip. Sid.). 3 Κεκροπίδαι, οἱ, descendants of Cecrops, Athenians, Hdt. l.c., etc.: in sg., Ar.Eq.1055. 4 Adv. Κεκροπίᾱθεν, Ep. Κεκροπί-ηθεν, from Athens, Call.Dian.227, A.R.1.95.
Greek (Liddell-Scott)
Κέκροψ: -οπος, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 8. 44, παριστανόμενος μετὰ οὐρᾶς ὄφεως, ὅθεν καλεῖται διφυής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 438·- πληθ. Κεκροπίδαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. Ὁ Κούρτ. ὑποθέτει ὅτι τὸ ὄνομα Κέκροψ δυνατὸν νὰ προκύπτῃ κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, καρπός,- Καρποφόρος, υἱὸς τοῦ Ἐριχθονίου, = Πλουσίου εἰς γῆν. ΙΙ. Ἐπίθ. Κεκρόπιος, α, ον, εἰς τὸν Κέκροπα ἀνήκων, Ἀθηναῖος, πέτρα Κεκρ. ἡ Ἀκρόπολις, Εὐρ. Ἴων 936· (ὡσαύτως ἁπλῶς Κεκροπία, ἡ, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ἀθῆναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, Ἠλ. 1289)· Κεκρ. χθών, ἡ Ἀττική, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 34, κτλ.· Κεκρ. χώρα Στέφ. Βυζ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἀνθ. Πλαν. 295· ὡσαύτως, Κέκροπες, Ἐπιγρ. παρὰ Ἰακωψ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. 2) θηλ. Κεκροπίς, ίδος, φυλὴ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1407, Ἐπιγραφ. (ὡσαύτως καλουμένη Κεκροπία, Στράβ. 397)· Κ. αἶα Ἀνθ. Π. 7. 81. 3) Κεκροπίδαι, οἱ, οἱ τοῦ Κέκροπος ἀπόγονοι, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἡρόδ. 8. 44, Εὐρ., κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. 4) Ἐπίρρ. Κεκροπίᾱθεν, Ἐπικ. -ηθεν, ἐξ Ἀθηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 95.