ἔμψυχος

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμψῡχος Medium diacritics: ἔμψυχος Low diacritics: έμψυχος Capitals: ΕΜΨΥΧΟΣ
Transliteration A: émpsychos Transliteration B: empsychos Transliteration C: empsychos Beta Code: e)/myuxos

English (LSJ)

ον,

   A having life in one, animate, opp. ἄψυχος, Hdt.1.140, al., Simon. 106.4, S.OC 1486, E.Alc.139, Pl.Phdr.245e, al.; ἔ. νεκρός 'a breathing corpse', S. Ant.1167; γῦπες ἔ. τάφοι Gorg.Fr.5aD.; μὴ κτείνειν τὸ ἔ., of Empedocles, Arist.Rh.1373b14, cf. E.Fr.472.18 (anap.); ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Alex.27.2, cf. 220.3; δοῦλος ἔ. ὄργανον Arist.EN1161b4; εἶναι τὸν βασιλέα ἔ. νόμον Ph.2.135, cf. Diotog. ap. Stob.4.7.61; ἔμψυχα, τά, animals, Th.7.29, PGiss.40 ii 22 (iii A. D.): Sup., ὅσα ἐμψυχότατα . . ἦν most full of vital fluid, Pl.Ti.74e.    2 of diction, animated, vivid, λέξεις Arist.Fr.129 Bonitz, cf. Luc.Dem.Enc.14; so ἔ. ἄγαλμα AP12.56 (Mel.); πάθη Longin.34.4: Comp., ἡ ἀληθὴς εὐφημία -οτέρα τῶν Δαιδάλου ἔργων Them.Or.28.342d. Adv. -ως Plu.2.79of: Sup. -ότατα Herm.in Phdr.p.61A.

German (Pape)

[Seite 821] 1) beseelt, belebt; Soph. El. 1212; νεκρός Ant. 1152; noch am Leben, Eur. Alc. 140; von lebenden Wesen; Her. 2, 39, wie Plat. Legg. VI, 782 c, ἐμψύχων πάντων ἀπέχεσθαι u. ἐδωδὴ ἔμ., Pythagoreer; vgl. Ath. IV, 161 a IX, 386 c; καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψ. ἴδοιεν Thuc. 7, 29; Ggstz ἄψυχον, Plat. Phaedr. 245 e; auch δυνάμεις, πράξεις, Legg. X, 904 a 906 b; ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν Tim. 74 e. Von der Rede, lebhaft, Luc. Dem. enc. 14; Plat. Auch ἄγαλμα, das zu leben scheint, Mel. 11 (XII, 56). – 2) kalt, Democr. bei Theophr. – Adv., πλαττόμενον ἐμψύχως Plut. an seni 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμψῡχος: -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ ἄψυχος, Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, ζωηρός, σθεναρός, λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· οὕτως, ἔμψ. ἄγαλμα Ἀνθ. Π. 12. 56· πάθη Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. -ως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων ψῦχος, ψυχρός, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.