δίγονος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγονος Medium diacritics: δίγονος Low diacritics: δίγονος Capitals: ΔΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: dígonos Transliteration B: digonos Transliteration C: digonos Beta Code: di/gonos

English (LSJ)

ον,

   A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5.    2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but,    II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291.    III δίγονος· περιστερά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.