πεφυκότως
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Adv. of φύω (πέφῡκα),
A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.