ἐωρέω
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
German (Pape)
[Seite 1134] = αἰωρέω, Hesych. Auch D. Sic. 18, 42 ist ἐωρήσας Lesart der Handschriften.
Greek (Liddell-Scott)
ἐωρέω: ἐώρημα, ἐώρησις, ἐωρίζω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς αἰωρ-· πρβλ. μετέωρος, -ίζω·