βούλησις

From LSJ
Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλησις Medium diacritics: βούλησις Low diacritics: βούλησις Capitals: ΒΟΥΛΗΣΙΣ
Transliteration A: boúlēsis Transliteration B: boulēsis Transliteration C: voylisis Beta Code: bou/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A willing, Arist.de An.433a43; β. ἀγαθοῦ ὄρεξις Id.Top.146b5, cf. EN1111b19; τῶν ἀδυνάτων, τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; purpose, πράσσειν β. E.HF1305; wish, desire, Th.3.39, Pl.Grg.509d, etc.; βούλησιν ἐλπίζει entertains a hope and purpose, Th.6.78; κατὰ τὴν β. Pl.Cra.420d, al.; παρὰ τὴν β. ibid., Arist.EN 1136b24: pl., Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.    II purpose or meaning of a poem, Pl.Prt.344b; signification of a word, Id.Cra.421b.    III will, testament, β. ἔγγραφος PLips.33 ii 10 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, das Wollen, der Wille, die Absicht, ἔπραξε βούλησιν, ἣν ἐβούλετο Eur. Herc. Fur. 1305; Thuc. 1, 92 u. öfter, wie Folgde; plur., Plat. Legg. X, 896 c; Dem. 25, 88; – ὀνόματος, Bedeutung, Plat. Crat. 421 e.

Greek (Liddell-Scott)

βούλησις: -εως, ἡ, θέλησις· τὸ θέλημά τινος, σκοπός, πρόθεσις, πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305˙ πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.˙ βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78˙ κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.˙ παρὰ τὴν β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5˙ -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ σημασία ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β˙ ἡ σημασία λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.