ἐχθραίνω
English (LSJ)
impf.
A ἤχθραινον X.Ages.11.5: aor. 1 ἤχθρηνα Max.67, -ᾱνα Ph.2.394; later form of ἐχθαίρω (q.v.): (ἐχθρός):— hate, τινα X.l.c.; τι Ph.2.297; οἱ ἐχθράναντες one's enemies, ib.394:— Pass., ὑπό τινων Phld.Mort.20; also ἐ. τινί to be at enmity with, LXX Nu.25.18, al., Ael.NA5.2. II make hateful or hostile, τινά τινι Max.l.c.
German (Pape)
[Seite 1125] = ἐχθαίρω, hassen; οὐδένα ἤχθρανε Xen. Ages. 11, 5; Sp., wie Plut. Num. 5; – feindlich sein, τινί, Ael. H. A. 5, 2. – Bei Soph. Ant. 93 Ai. 664 ist jetzt ἐχθαίρω hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον Ξεν. Ἀγησ. 11. 5: ἀόρ. ἤχθρηνα Μάξιμ, π. καταρχ. 67· (ἐχθρός): ― μεταγεν. τύπος τοῦ ἐχθαίρω (ὃ ἴδε), μισῶ, τινα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Νουμ. 5: ― ὡσαύτως, ἐχθραίνω τινί, διατελῶ ἐν ἐχθρικαῖς σχέσεσι πρός τινα, Αἰλ. π. Ζ. 5. 2. ΙΙ. καθιστῶ τινα μισητὸν ἢ ἐχθρικόν, τινά τινι Μάξιμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐχθραίνουσα τέκνοις γονέας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 26.