ἔπειτεν

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

German (Pape)

[Seite 913] ion. = ἔπειτα, Her. 1, 146. 2, 56; doch auch Pind. N. 2, 52. 6, 20 P. 4, 211; κἤπειτεν der Megareer Ar. Ach. 710; einzeln bei a. D., vgl. Macho Ath. XIII, 581 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπειτεν: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἔπειτα, Ἡρόδ. 1. 146., 2. 52 κ. ἀλλ., ἴδε Δινδ. de Dial. Hdt. σ. XXXVI: - ὡσαύτως Δωρ., Πινδ. Π. 4. 376, Ν. 3. 94 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 745· πρβλ. εἶτεν.