πταῖσμα

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταῖσμα Medium diacritics: πταῖσμα Low diacritics: πταίσμα Capitals: ΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: ptaîsma Transliteration B: ptaisma Transliteration C: ptaisma Beta Code: ptai=sma

English (LSJ)

ατος, τό, (πταίω)

   A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).    2 error, fault, J.AJ7.7.1; τῆς ἀνοσιουργίας ἀσεβῆ π. Iamb. Myst.3.31.    II failure, misfortune, euphem. for defeat, ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται π. D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης π. Phld. Vit.p.22J.; περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15.

German (Pape)

[Seite 807] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πταῖσμα: τό, (πταίω) πρόσκομμα, σφάλμα, «σκόντμαμα», λάθος, Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· σφάλμα ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. ἀποτυχία, δυστύχημα, κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ πταίω ΙΙ.