πέδονδε
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
Adv.
A to the ground, earthwards, Il.13.796, h.Cer.253, S. Tr.786. 2 to the bottom, π. κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598.
German (Pape)
[Seite 542] adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.
Greek (Liddell-Scott)
πέδονδε: Ἐίρρ., πρὸς τὰ κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἰλ. Ν. 796. Σοφ. Τ. 786· - πρὸς τὴν πεδιάδα, πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Ὀδ. Λ. 598.