δάσκιος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ον, (δα-, δκιά)
A thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.
German (Pape)
[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.