ταγέω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.
German (Pape)
[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 764.