τηξιμελής
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ές,
A wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).
Greek (Liddell-Scott)
τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.