ἀμφίβλημα

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβλημα Medium diacritics: ἀμφίβλημα Low diacritics: αμφίβλημα Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: amphíblēma Transliteration B: amphiblēma Transliteration C: amfivlima Beta Code: a)mfi/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70.    II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀ. coats of panoply, Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.

German (Pape)

[Seite 136] τό, Umwurf, πάνοπλα Eur. Phoen. 786; allgemeiner βασίλεια Hel. 70, Umgebung; vgl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβλημα: -ατος, τό, στοά, περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = ἔνδυμα, «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, ὁ αὐτ. Φοίν. 779.