κινδυνευτικός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ή, όν,
A venturesome, adventurous, Arist.Rh.1367b4.
German (Pape)
[Seite 1439] zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνευτικός: -ή, -όν, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.