αἰολοθώρηξ
From LSJ
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A with glancing breastplate, Il.4.489, Hymn.Mag.2(2).16.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολοθώρηξ: ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Δ. 489.
Full diacritics: αἰολοθώρηξ | Medium diacritics: αἰολοθώρηξ | Low diacritics: αιολοθώρηξ | Capitals: ΑΙΟΛΟΘΩΡΗΞ |
Transliteration A: aiolothṓrēx | Transliteration B: aiolothōrēx | Transliteration C: aiolothoriks | Beta Code: ai)oloqw/rhc |
ηκος, ὁ,
A with glancing breastplate, Il.4.489, Hymn.Mag.2(2).16.
αἰολοθώρηξ: ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Δ. 489.