αἱματοπώτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A blood-drinker, blood-sucker, Ar.Eq. 198:—fem. αἱμᾰτο-πῶτις, ιδος, Man.4.616.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτοπώτης: -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν αἷμα, Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.
Full diacritics: αἱμᾰτοπώτης | Medium diacritics: αἱματοπώτης | Low diacritics: αιματοπώτης | Capitals: ΑΙΜΑΤΟΠΩΤΗΣ |
Transliteration A: haimatopṓtēs | Transliteration B: haimatopōtēs | Transliteration C: aimatopotis | Beta Code: ai(matopw/ths |
ου, ὁ,
A blood-drinker, blood-sucker, Ar.Eq. 198:—fem. αἱμᾰτο-πῶτις, ιδος, Man.4.616.
αἱμᾰτοπώτης: -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν αἷμα, Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.