ἄλλιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Ep. for ἄλιστος, (λίσσομαι)
A inexorable, Ἅιδης AP7.643 (Crin.), IG14.1909.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλιστος: -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, (λίσσομαι) ἀδυσώπητος, Ἅιδης, Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643.