ἐκφοιτάω
English (LSJ)
Ion. ἐκφοιτ-έω,
A go out constantly, be in the habit of going out, ἐπὶ θήρην Hdt.4.116; simply, go out, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Id.3.68, cf. E.El.320. 2 of things, to be spread abroad, λόγοι παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων Plu.Lyc.3. 3 ἐ. εἰς μανίαν to end in madness, Ael.NA 11.32. 4 issue, κἂν μήπω τέλειον αὐτῆς ἐκφοιτήση τὸ γέννημα, prob. for ἐμφ., Ph.1.105.
German (Pape)
[Seite 786] herausgehen, weggehen; Eur. El. 320; Her. 3, 68; ἐπί τι, 4, 116 u. Sp.; παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι, wurden von ihr verbreitet, Plut. Lyc. 3; εἰς μανίαν, hineingerathen, Ael. H. A. 11, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφοιτάω: Ἰων. -έω, ἐξέρχομαι συνεχῶς, συνηθίζω νὰ ἐξέρχωμαι, ἐπὶ θήρην Ἡρόδ. 4. 116˙ ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, ὁ αὐτ. 3. 68, Εὐρ. Ἠλ. 320. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαδίδομαι, κοινολογοῦμαι, παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι Πλουτ. Λυκ. 3˙ ὡσαύτως, ἔς τε ὀρθὴν μανίαν καὶ ὡς τὰ μάλιστα ἰσχυρὰν ἐκφοιτᾷ, καταντᾷ, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.