ἀνακράζω
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
fut. -κράξομαι or fut. pf.
A -κεκράξομαι LXX Jl.3(4).16: aor. ἀνέκρᾰγον; late ἀνέκραξα ib.Jd.7.20, BGU1201.11, Ev.Marc.1.23, al.:—cry out, lift up the voice, shout, ἐπεὶ . . ἀνέκραγον Od.14.467; εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον if I raised my voice too high, Pi.N.7.76; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.Eq.670, cf. V.1311, etc.; οὐκ ἀνέκραγεν, of a dying man, Antipho 5.44; πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεν Arist.Ath.28.3: foll. by a relat., ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar. Ec.431, cf. X.An.5.1.14; τηλικαῦτ' ἀνεκράγετε, ὡς . . D.21.215: c. inf., ἀνακραγόντων βάλλειν . . Plu.Phoc.34. 2 rarely of animals, ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.534.11.
German (Pape)
[Seite 193] (s. κράζω), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακράζω: μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· οὗτος εἶναι ὁ εὐχρηστότατος χρόνος· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε κράζω): κράζω ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὶ... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι πέραν... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.