ἀντιβάλλω
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A throw against or in turn, Th.7.25 (the acc. pers. being understood); βέλος Plb.6.22.4: c. dat., ἀ. ἀκοντίοις Plu.Nic.25; ἀ. τῷ κωρύκῳ practise by striking against the sack, in the gymnasium, Luc.Lex.5; put back a protruding bone, Pall.in Hp.Fract.12.285C. II put one against the other, compare, collate, of Mss., Str.13.1.54, 17.1.5, POxy.1479 (i B.C., Pass.); match, compare with, λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο; Opp.C.1.68; λόγους ἀ. πρὸς ἀλλήλους exchange words in conversation, Ev.Luc.24.17; πρὸς ἑαυτὸν ἀ. τὸ γεγονός weigh with oneself, LXX 2 Ma.11.13. III in Med., change, μορφήν dub.1.Opp.C.3.16.
German (Pape)
[Seite 250] (s. βάλλω), 1) entgegenwerfen, Thuc. 7, 25; Plut. Nic. 25; intrans., sich entgegenstellen, Ar. Equ. 774. – 2) entgegenhalten, vergleichen, Strab.; λόγους πρὸς ἀλλήλους, sich unterreden, Luc. Ev. 24, 17. – 3) zurückwerfen, βέλος Pol. 6, 22. – 4) Opp. Cyn. 3, 16 ἀντεβάλοντο μορφήν, statt einer früheren eine andere Gestalt annehmen (sich umwerfen). – Harpocr. erkl. ἀντιβληθέντας aus Dinarch. durch ὑπαγορευθέντας, vielleicht: dictirt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, (ὑπονοουμένης τῆς προσωπικῆς αἰτιατ., βάλλω τὸν βάλλοντα, ἀκοντίζω κατὰ τοῦ ἀκοντίζοντος), οἱ δὲ Συρακόσιοι ἀπὸ τῶν νεωσοίκων ἔβαλλον· οἱ δ’ ἐκ τῆς ὀλκάδος ἀντέβαλλον Θουκ. 7. 25· βέλος Πολύβ. 6. 22, 4: - μετὰ δοτ., ἀντ. ἀκοντίοις Πλουτ. Νικ. 25· ἀντ. τῷ κωρύκῳ, ἀσκοῦμαι πλήττων τὸν πλήρη ἄμμου ἢ κεγχραμίδων ἀσκὸν ἐν τῷ γυμνασίῳ, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. παραβάλλω, συγκρίνω, βιβλιοπῶλαί τινες γραφεῦσι φαύλοις χρώμενοι καὶ οὐκ ἀντιβάλλοντες [τὰ βιβλία] Στράβ. 609· ἐκ θατέρου θάτερον ἀντέβαλον 790· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 17, πρβλ. Μακκαβ. Β΄, ια΄, 13.