ὑπαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαλλάσσω Medium diacritics: ὑπαλλάσσω Low diacritics: υπαλλάσσω Capitals: ΥΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: hypallássō Transliteration B: hypallassō Transliteration C: ypallasso Beta Code: u(palla/ssw

English (LSJ)

Att. ὑπαλλάττω,

   A exchange, Plb.5.8.9, Luc.Sol.10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ by the goodwill, J.AJ15.3.2.    2 change a little, Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; alter the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., change one's place, Poll.6.194; change one's bearing, πρός τινας Phot., Suid. s.v. Κωρυκαῖος:—Pass., ὑπηλλάχθαι εἰς . . Arist.Fr.580; ὅταν [βιβλίον] . . τινὰ . . ὑπηλλαγμένα ἔχῃ altered (from the first draft), Gal.15.424.    3 mortgage, ἀρούρας BGU301.9 (ii A. D.), cf. PStrassb.56.8 (iii A. D.), etc.    II intr. in Act., change gradually, εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629.

German (Pape)

[Seite 1181] att. -ττω, verwechseln, vertauschen, verändern, Pol. 3, 8, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, ἀνταλλάσσω, Πολύβ. 5. 8., 9 Λουκ. Σολοικ. 10. ― Μεσ., ὑπαλ. τι ἀντί τινος Φίλων 1. 37· τί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 2. 2) μεταβάλλω ὀλίγον, ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 930B ― Μέσ., ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, «ὑπαπιέναι, ὑπαλλάττεσθαι, ὑπαφίστασθαι, ὑπεξίστασθαι» Πολυδ. ϛʹ, 194· μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, πρός τινα Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λέξ. Κωρυκαῖος. ― Παθ., ὑπηλλάχθαι εἰς... Ἀριστ. Ἀποσπ. 539. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., βαθμηδὸν μεταβάλω, Πολυδ. Β΄, 10. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 507, 508, 512.