ἠρεμέω

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμέω Medium diacritics: ἠρεμέω Low diacritics: ηρεμέω Capitals: ΗΡΕΜΕΩ
Transliteration A: ēreméō Transliteration B: ēremeō Transliteration C: iremeo Beta Code: h)reme/w

English (LSJ)

hyperdor. ἀρεμ- Ti.Locr.95d:—

   A to be still, keep quiet, be at rest, opp. κινέομαι, Hp.Fract.6, Arist.Ph.238b23,al., Aristox.Harm. p.12 M.; τὸ ἠρεμοῦν, opp. τὸ κινούμενον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a24; of the object of knowledge, Pl.Phd.96b, Arist.APo.100a6; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν X.Ages.7.3; acquiesce in a verdict, Pl.Lg.956d; ἠ. τῇ διανοίᾳ Arr.Epict.2.21.22: acc. to Stoics, only of animate beings, Stoic.2.161.    2 to be unmoved, remain fixed, μόνος οὗτος ἠ. ὁ λόγος Pl.Grg.527b, cf. Lg.891a.    3 c. inf., refrain from doing... Luc.Jud.Voc.4 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1175] (s. ἠρέμα), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; ἠρεμητέον, man muß sich ruhig verhalten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμέω: Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι ἀκίνητος, διαμένω ἀκίνητος, ἀσάλευτος, ἀμετάβλητος, μόνος οὗτος ἠρ. ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.