ῥιπτασμός

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτασμός Medium diacritics: ῥιπτασμός Low diacritics: ριπτασμός Capitals: ΡΙΠΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: rhiptasmós Transliteration B: rhiptasmos Transliteration C: riptasmos Beta Code: r(iptasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A throwing or tossing about, τῶν μελέων Hp.Acut.54: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100.

German (Pape)

[Seite 845] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτασμός: ὁ, τὸ ῥιπτάζεσθαι, ἡ ἀνήσυχος κίνησις, τῶν μελέων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· ἀπολ., τὸ ἀνησύχως στρέφεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κωακ. Προγν. 129, Πλούτ. 2. 455Β. - Περὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς ῥυπασμὸς παρ’ Εὐστ. 1849, 15, ἀντὶ ῥιπτασμός, ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, Σ. 534, κἑξ., ἴδε ῥύπασμα.