ῥιπτασμός
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ὁ, agitation, convulsion, throwing about or tossing about, τῶν μελέων Hp.Acut.54: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100.
German (Pape)
[Seite 845] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
agitation continuelle, fig. inquiétude ou agitation d'un malade.
Étymologie: ῥιπτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτασμός: ὁ беспокойные движения, волнение, метание (ῥ. καὶ διαβόησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτασμός: ὁ, τὸ ῥιπτάζεσθαι, ἡ ἀνήσυχος κίνησις, τῶν μελέων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· ἀπολ., τὸ ἀνησύχως στρέφεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κωακ. Προγν. 129, Πλούτ. 2. 455Β. - Περὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς ῥυπασμὸς παρ’ Εὐστ. 1849, 15, ἀντὶ ῥιπτασμός, ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, Σ. 534, κἑξ., ἴδε ῥύπασμα.
Greek Monolingual
ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ ῥιπτάζω
στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία
νεοελλ.
ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια
αρχ.
1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί
2. αμφιταλάντευση.