δηρόβιος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Dor. δᾱρ-, ον,
A long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.
Greek (Liddell-Scott)
δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.