συμπαραλαμβάνω
English (LSJ)
A take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd.65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr.CP5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.
German (Pape)
[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.