ἀφροσύνη

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφροσύνη Medium diacritics: ἀφροσύνη Low diacritics: αφροσύνη Capitals: ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aphrosýnē Transliteration B: aphrosynē Transliteration C: afrosyni Beta Code: a)frosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (ἄφρων)

   A folly, thoughtlessness, freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; κοῦφαι ἀ. S.OC1230 (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN1146a27.

German (Pape)

[Seite 415] ἡ, Unvernunft, Thorheit, von Hom. an überall, auch im plur., Od. 16, 278. Bei Plat. theils der σωφροσύνη, theils der σοφία entgeggstzt, Prot. 332 e. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 41 = die Besinnungslosigkeit des Rausches.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροσύνη: [ῠ], ἡ, (ἄφρων) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀνοησία, ἀπερισκεψία, μωρία, Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ σωφροσύνησοφία, Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.