βεβαίωσις
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, β. γνώμης Th.1.140, cf. 4.87, Demetr. Lac.Herc.1012.38F., Ph.1.486, al., D.H.Rh.10.18, Hermog.Prog. 5; εἰς β. in perpetuity, ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς β. LXX Le.25.23. 2 legal warranty, Aeschin.3.249 (pl.), PTeb.311.27 (ii A. D.), etc.; βεβαιώσεως δίκη Poll.8.34.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung, γνώμης Thuc. 1, 140; συμβολαίων Plut. Sol. 14; – βεβαιώσεως δίκη Poll. 8, 34; vgl. Meier att. Proceß S. 515.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωσις: -εως, ἡ, ἐπικύρωσις, β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ βεβαιότης, Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε βεβαιόω. Ι. 3.