Δωδώνη

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δωδώνη Medium diacritics: Δωδώνη Low diacritics: Δωδώνη Capitals: ΔΩΔΩΝΗ
Transliteration A: Dōdṓnē Transliteration B: Dōdōnē Transliteration C: Dodoni Beta Code: *dwdw/nh

English (LSJ)

ἡ, Dodona, in Epirus, the seat of the most ancient oracle of Zeus, Il.16.234, Od.14.327, Hes.Fr.134,212, A.Pr.830, etc.: heterocl. forms Δωδῶνος, -ῶνι (as if from Δωδών), S.Fr.460, Tr.172:

   A Δωδώνᾱθεν Pi.N.4.53; Δωδώνηθε Call.Del.284: a nom. Δωδώ, Simm. ap.Str.8.5.3.:—Adj. Δωδωναῖος, α, ον, Il.16.233, A.Supp.258, Cratin. 5.: prov., Δωδωναῖον χαλκεῖον chatterbox, Eust.335.45:—fem. Δωδωνίς, ίδος, S.Fr.456, Hdt.2.53, Pherecyd.90 J.

Greek (Liddell-Scott)

Δωδώνη: ἡ, πόλις ἐν Ἠπείρῳ, ἕδρα τοῦ ἀρχαιοτάτου μαντείου τοῦ Διός, Ἰλ. ΙΙ. 234, Ὀδ. Ξ. 327, Τ. 296, οὗ οἱ χρησμοὶ ἐδίδοντο ἔκ τινος δρυὸς (φηγοῦ), Ἡσ. παρὰ Στράβ. 327, παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Τρ. 1174, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 382, κτλ.· - Ὁ Σοφ. χάριν τοῦ μέτρου μεταχειρίζεται τοὺς ἑτεροκλίτ. τύπους Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα, (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. Δωδών). Ἀποσπ. 401, Τρ. 172. - Ἐπίθ. Δωδωναῖος, α, ον, Ἰλ. Π. 233, Αἰσχύλ.· θηλ. Δωδωνίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 401, παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11.