τελεστήριον
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
τό,
A place for initiation, at Phlyae, Plu. Them.1; at Eleusis, Id.Per.13. II τελεστήρια (sc. ἱερά), τά, thank-offering for success, X.Cyr.8.7.3, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 1085] τό, der Ort der Einweihung, Plut. Themist. 1 Pericl. 13; – τὰ τελεστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer für glückliche Vollendung, Xen. Cyr. 8, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
τελεστήριον: τό, τόπος πρὸς μύησιν, οἷον ὁ ἐν Ἐλευσῖνι ναός, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Περικλ. 13, Κλήμ Ἀλεξ. 1. ΙΙ. τελεστήρια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, εὐχαριστήριος θυσία ἐπὶ ἐπιτυχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1.