ἐκδονέω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A shake utterly, confound, in Pass., ἐκδεδόνηντο..φρένες AP 11.64 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 757] herausschwingen, werfen, übertr., φρένες ἐκδεδόνηντο Agath. 24 (XI, 64), sind verwirrt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδονέω: τινάσσω πρὸς τὰ ἔξω, συνταράσσω, διασαλεύω, Ἀνθ. Π. 11. 64.