ἐκμισθόω
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
A let out for hire, ὁλκάδας X.Vect.3.14; χωρίον Lys.7.4; [τέμενος] SIG1044.30 (Halic.), etc. : c. inf., ἐ. τινὰ ἑταιρεῖν Aeschin. 1.13 :—Med., contract for, ἔργον Them.Or.4.53a.
German (Pape)
[Seite 769] vermiethen, gegen Lohn verdingen, τινά τινι, Xen. Vect. 4, 14; Aesch. 3, 146; ὃς ἂν ἐκμισθωθῇ ἑταιρεῖν 1, 13; τὸ χωρίον Lys. 7, 4; Folgde, wie Arist. polit. 1, 11. – Med. bei Themist., miethen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμισθόω: δίδω ἐπὶ μισθῷ, τινί τι Ξεν. Πόροι 3. 14· τι Λυσ. 108. 35· μετ’ ἀπαρ., ἐκμ. τινα ἑταιρεῖν Αἰσχίν. 2. 41: ― Μέσ., μισθοῦμαι, μισθώνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω ἐπὶ μισθῷ, Θεμιστ. 53Α.