μυριοστός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ή, όν, 10,000
A th, μέρος, μοῖρα, Ar.Lys.355, Th.555; μ. ἔτος 10,000 years ago, Pl.Lg.656e; μ. ἔ. γενόμενα ἢ ἐσόμενα Arist.Rh.1386a29, cf. Ph.218a28.
German (Pape)
[Seite 220] der zehntausendste; μέρος, Ar. Lys. 355; μοῖρα, Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοστός: -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, μέρος, μοῖρα Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555˙ μ. ἔτος, πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5˙ εἰς ἔτος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6˙ μυριάκις μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.