τακερός
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ά, όν, (τᾰκῆναι, τήκω)
A melting in the mouth, tender, ἀκροκώλια Ar.Fr.4, Hp.Mul.2.169; σχελίδες τακερώταται Pherecr.108.13; τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους Id.84, cf. Hp.Aff.56, Gal.6.498, al.; τακερὰ μηκάδων μέλη Antiph.1.4; τ. ποιεῖν τὰ κρέα Dionys.Com. 3.7; τ. πόδες as food for invalids, Herod.Med.in Rh.Mus.58.95,98, 100. 2 metaph., melting, languishing, Ἔρως Anacr.169; τακέρ' ὄμμασι δερκόμενος Ibyc.2; ὡς τακερὸν . . καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ' ἔχει Philetaer.5; τακεραῖς λεύσσουσα κόραις AP9.567 (Antip.); τακερὸν βλέπεις βλέμμα Alciphr.1.28; τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν πάθος ἀνυγραίνων Luc.Am.14. Adv. -ρῶς meltingly, of the nightingale's song, ἑλίττειν τὸ μέλος Ael.NA5.38. II Act., serving to dissolove, soft, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ -ώτατα Hp.Aër.7.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) geschmolzen, weich; κύαμοι u. ἐρέβινθοι, Ar. u. Pherecr. bei Ath. IX, 366 e, der es = τρυφερός erkl.; u. so bes. übertr., schmelzend, schmachtend, zärtlich, bes. vom feuchten Schimmer sehnsüchtiger Augen, τακερὰ δέρκομαι, Ibyc. 2; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 120; so τακερὸν βλέπειν, Alciphr. 1, 28; τακεραῖς κόραις λεύσσειν, Thess. 32 (IX, 567), u. A.; τακερόν τι ἐν τοῖς ὄμμασι πάθος ἀνυγραίνων, Luc. amor. 14; adv., ib. 3. – Vom Gesange, Ael. H. A. 5, 38. – 2) akt. zum Schmelzen dienend, ὕδατα τακερώτατα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰκερός: -ά, -όν, (τᾰκῆναι, τήκω), ὁ τηκόμενος ἐν τῷ στόματι, ἁπαλός, τρυφερός, ἀκροκώλια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109 σχελίδες τακερώταται Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13· τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους ὁ αὐτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 2· τακερὰ μηκάδων μέλη Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4· τακερὰ ποιεῖν τὰ κρέα Διονύσ. ὁ Κωμῳδιοποιὸς ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 7. 2) μεταφ., Ἔρως Ἀνακρ. 166· ὡς τακερόν, ὦ Ζεῦ, καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ’ ἔχει Φιλέταιρος ἐν «Κορινθιαστῇ» 1· τακεραῖς κόραις λεύσσειν Ἀνθ. Π. 9. 567· τακερὸν βλέπειν Ἀλκίφρων 1. 28 τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν πάθος ἀνυγραίνων Λουκ. Ἔρωτ. 14· - ἐπὶ τοῦ ᾄσματος τῆς ἀηδόνος, ἐν τῷ ἐπιρρ., τακερῶς ἑλίττειν τὸ μέλος Αἰλ. π. Ζ. 5. 38. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπὶ ὑδάτων δι’ ὧν εὐκολώτατα βράζουσιν αἱ τροφαί, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ τακερώτατα (ἐκ διορθώσεως τοῦ Foës), Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 284.