ἔνδον

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδον Medium diacritics: ἔνδον Low diacritics: ένδον Capitals: ΕΝΔΟΝ
Transliteration A: éndon Transliteration B: endon Transliteration C: endon Beta Code: e)/ndon

English (LSJ)

Adv.

   A within, Il.11.98, etc.; ἦσαν ἡμῖν ἔ. ἑπτὰ μναῖ Lys.19.22, cf. D.27.10; φρένες ἔ. ἐῖσαι Od.11.337,al.; κραδίη ἔ. ὑλάκτει 20.13; τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν in one's heart, E.Or.1514 (troch.; but lit. τἄ. ἀνακάλλυνον Phryn.Com.2D.); at home, Pl.Prt.310e, etc.; οἱ ἔ. those of the house, the family, esp. the domestics, S.El.155 (lyr.), Tr. 677, Pl.Smp.213c; τἄνδον family matters, household affairs, S.Tr. 334, etc.; also, = οἱ ἔ., E.Hec.1017; οἱ ἔ. καθήμενοι the βουλή, And.1.43.    2 c. gen., Διὸς ἔ., Ζεφύροιο ἔ., in the house of Zeus, of Zephyrus, Il.20.13, 23.200; μὴ κεύθετ' ἔ. καρδίας A.Ch.102; σκηνῆς ἔ. S.Aj. 218 (anap.); γῆς ἔ. Pl.Prt.320d.    b ἔ. ὢν αὑτοῦ master of oneself, self-possessed, Antipho 5.45; so σῶν φρενῶν οὐκ ἔ. ὤν E.Heracl.709: abs., ἔ. γενοῦ A.Ch.233 (οὐκ ἔ. ἔ. ἐστίν with a play on signf. 1, Ar. Ach.396).    3 Pi. uses it c. dat. as strengthd. for ἐν, N.3.54, 7.44, cf. E.Fr.203.    4 below, in a book, ἔ. γέγραπται D.L.5.4.    5 with Verbs of motion, = εἴσω, D.Chr.7.56, Ael.NA9.61.    II Comp. and Sup., v. ἐνδοτέρω.

German (Pape)

[Seite 835] (ἐν), innen, drinnen, inwendig, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; φρένες ἔνδον ἐῖσαι, κραδίη ἔνδον ὑλάκτει, Hom.; bes. = zu Hause, daheim; Hom. u. Folgde; τὶς ἔνδον – ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; φίλον ἔνδον ἔχειν, bei sich haben, Asclepds. 25 (V, 7); ἔ, ἦσαν μναῖ, baares Geld im Hause, Lys. 18, 22, wie Dem. 27, 10; – c. gen., Διὸς ἔνδον, Ζεφύροιο ἔνδ., in Zeus Hause, Il. 20, 15. 23, 200; Pind. Ol. 7, 62; γῆς ἔνδον Plat. Prot. 320 d; c. dat., Pind. N. 3, 52. 7, 44, wie ἐν; – ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, bei sich sein, Antiph. 5, 45; ἔνδον γενοῦ Aesch. Ch. 231; – οἱ ἔνδον, die im Hause, die Hausbewohner, Plat. Rep. III, 415 d; τὰ ἔνδον, das Hauswesen, Xen. oec. 7, 22. – D. L. 5, 4 ἔνδον γέγραπται, weiter unten, im Buche. – Auch = εἴσω, hinein, ὠθεῖται ἔνδον Ael., vgl. Lob. zu Phryn. p. 128. Den hierzu gehörigen compar. ἐνδότερος u. superl. ἐνδότατος s. unten besonders.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδον: Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): ἐντός, «μέσα», οἴκοι, κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. κραδίη ἔνδον ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ ἔνδον, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ κυρίως οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ ἔνδον, οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως = οἱ ἔνδον, τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων ἐρημία; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ ἔνδον καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς ἔνδον, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Διός» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο ἔνδον, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. ἔχθος ἢ βουλὴν) ἔνδον καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς ἔνδον Σοφ. Αἴ. 218· γῆς ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, κύριος ἑαυτοῦ. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., ἔνδον γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... ἔνδον τέγει Ν. 3. 93· ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· ὡσαύτως Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔνδον γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. ἐνδοτέρω. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = εἴσω, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, ἔνδον ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. ἐνδοτέρω, ὃ ἴδε.