Ἐλευσίς
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ῖνος, ἡ, Eleusis, an old city of Attica, sacred to Demeter and Cora, first in h.Cer.97; late
A Ἐλευσίν Str.9.1.12 codd. (but Ἐλευσίς 9.1.20), Corn.ND28. II Advs. Ἐλευσῖνι at Eleusis, IG12.76.10, al., And.1.111, Lys.6.4, etc.; later ἐν Ἐ. IG22.1028.11, al.: Ἐλευσῖνάδε to Eleusis, Lys.12.52, X.HG2.4.24:Ἐλευσῑνόθεν from Eleusis, And.1.111, Lys.6.45.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐλευσίς: -ῖνος, ἡ, ἀρχαία πόλις τῆς Ἀττικῆς, ἱερὰ τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ), μνημονευομένη πρῶτον ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμητρα: ὁ τύπος Ἐλευσὶν ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέροις χειρογράφοις, ὡς ἐν Στράβ. 395, ἀλλ’ Ἐλευσὶς ἐν 397 (δίς)· οὕτω καὶ ὁ τύπος Σαλαμὶν εἶναι μεταγενέστερος ἀντὶ τοῦ δοκίμου Σαλαμίς. ΙΙ. Ἐπιρρήματα: Ἐλευσῖνι, ἐν Ἐλευσῖνι, Ἀνδοκ. 15. 6, Λυσ. 103. 24, Ξεν. κλ. (παρὰ μεταγενεστέροις καὶ μὴ δοκίμοις συγγραφ., ἐν Ἐλ., ἴδε Κοβήτου V. LL. σ. 201): Ἐλευσίνᾰδε εἰς Ἐλευσῖνα, Λυσ. 125. 6, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 24· Ἐλευσινόθεν, ἐξ Ἐλευσῖνος, Ἀνδοκ. 15. 4, Λυσ. 107. 12.