ἐπαίτιος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ον, (αἰτία)
A blamed for a thing, blameable, blameworthy: 1 of persons, οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Il.1.335; τινός for a thing, A.Eu. 465, E.Hipp.1383 (lyr.); accused of a thing, Th.6.61; ἐ. τινὰ ποιεῖν πρός τινας Plu.Comp.Dion.Brut.2. 2 of things, ἀναχωρησις Th. 5.65; ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys.7.39. II ἐπαίτια, τά, legal punishments, = προστιμήματα, Solon ap.Poll.8.22, Lexap.D.24.105.
German (Pape)
[Seite 896] schuldig, Schuld woran seiend; οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, nicht ihr seid mir schuldig, nicht euch trifft der Vorwurf, Il. 1, 335; τινός, Aesch. Eum. 443; κακῶν Eur. Hipp. 1383; dem Tadel unterworfen, ἐπαιτιώτατος κίνδυνος Lys. 7, 39; vgl. Thuc. 5, 65 u. Sp.; ἐπαίτιόν τινα πρὸς τοὺς πολίτας ποιεῖν Plut. Comp. Dion. et Brut. 2. – Τὰ ἐπαίτια sind bei Dem. 24, 105 im Gesetz die von Gerichtswegen festgesetzten Strafen; vgl. Poll. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτιος: -ον, (αἰτία), ὃν πρέπει νὰ αἰτιᾶταί τις, ἀξιοκατάκριτος. 1) ἐπὶ προσώπων, οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Ἰλ. Α. 335· μετὰ γεν., καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας ἐπαίτιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 465, Εὐρ. Ἱππ. 1382· κατηγορούμενος περί τινος, ὧν ἐπαίτιος ἦν Θουκ. 6. 61: - ἐπ. πρός τινι Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως, δι’ ἣν δηλ. ἐν μεγάλῃ αἰτίᾳ εἶχον τὸν Ἆγιν, Θουκ. 5. 65· ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Λυσ. 111. 38.