ἐμβριμάομαι
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
(Act. only in Hsch., Suid.), c. aor. Med. et Pass.,
A snort in, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, of horses, A.Th.461, cf. Luc.Nec.20. 2 of persons, to be deeply moved, τῷ πνεύματι, ἐν ἑαυτῷ, Ev.Jo.11.33,38. II admonish urgently, rebuke, E.Fr. 1099: c. dat. pers., LXXDa.11.30, Ev.Matt.9.30, Marc.1.43.
German (Pape)
[Seite 806] darein schnauben; ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας Aesch. Spt. 443; darin brummen, murren, Luc. Necyom. 20. Uebh. auf Etwas zürnen, seinen Unwillen äußern, ἐνεβριμήθη αὐτοῖς Matth. 9, 30. – Das act, erwähnen nur Hesych. u. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρῑμάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, γογγύζω, Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, παραγγέλλω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.