ἐντρέφω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρέφω Medium diacritics: ἐντρέφω Low diacritics: εντρέφω Capitals: ΕΝΤΡΕΦΩ
Transliteration A: entréphō Transliteration B: entrephō Transliteration C: entrefo Beta Code: e)ntre/fw

English (LSJ)

poet. ἐνιτ-,

   A = τρέφω ἐν, bring up or train in, τέκνα E.Ion 1428; ἐνιθρέψασ' ὀροδάμνοις βότρυας AP9.231 (Antip.):—Med., φυτὰ ἐνθρέψασθαι Hes.Op.781, cf. Hp.Aër.12 (Pass.):—Pass., to be raised or bred in, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην E.Ph.368, cf. Call.Iamb.1.184; νόμοις Pl.Lg.798a; ποιήμασι, ἤθει, Plu.2.32e, 38b; διαλογισμοῖς Arr. Epict.4.4.48; τοῖς λόγοις τῆς πίστεως 1 Ep.Ti.4.6.

German (Pape)

[Seite 858] (s. τρέφω), darin, dabei aufziehen, erziehen; τέκνα Eur. Ion 1428; γυμνασίοις, in den Gymnasien, Phoen. 371; οἷς γὰρ ἂν ἐντραφῶσι νόμοις Plat. Legg. VII, 798 a, in oder bei den Gesetzen auferzogen werden; vgl. Tim. 19 d; ἐν ἔθεσι Tim. Locr. 103 b; Sp.; bei Hom. wird Il. 19, 326 jetzt getrennt geschrieben Σκύρῳ μοι ἐνὶ τρέφεται υἱός; aber Ap. Rh. 3, 528 steht ἐνιτρέφεται. – Das med., φυτὰ δ' ἐνθρέψασθαι ἀρίστη Hes. O. 779, wie Plut. Pelop. 14 τὸν ἔρωτα ταῖς παλαί. στραις ἐνεθρέψαντο.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρέφω: μέλλ. ἐνθρέψω, = τρέφω ἐν..., ἀνατρέφω, δώρημ’ Ἀθάνας, ἣ τέκν’ ἐντρέφειν λέγει; Εὐρ. Ἴων 1428· ἐνιθρέψασ’ ὀροδάμνοις βότρυας Ἀνθ. Π. 9. 231· - ὡσαύτως ἐν μέσῳ τύπῳ, φυτὰ ἐνθρέψασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλούτ. 2. 38Β. - Παθ., ἀνατρέφομαι ἔν τινι, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην Εὐρ. Φοίν. 368· νόμοις Πλάτ. Νόμ. 798Α· μουσικῇ, ὅπλοις, κτλ., Πλούτ., ἴδε Wytt. 2. 32Ε· - ὡσαύτως ἐπὶ ἕξεων, συνηθειῶν, κτλ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐντραφήσεσθαι (διάφ. γραφ. ἐγγενήσεσθαι καὶ ἐγγραφήσεσθαι) ἀνθρώποις, νὰ καταστῶσι φυσικαὶ εἰς αὐτούς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52· ἐν Ἰλ. Τ. 326 ὁ Wolf. ἀναγινώσκει διῃρημένως, ἔνι τρέφεται, καὶ ἡ γραφὴ αὕτη ἐπικρατεῖ νῦν ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι.