ἐπιρρακτός

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρακτός Medium diacritics: ἐπιρρακτός Low diacritics: επιρρακτός Capitals: ΕΠΙΡΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: epirraktós Transliteration B: epirraktos Transliteration C: epirraktos Beta Code: e)pirrakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.