ἐπικτίζω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A found in addition or anew, Str.14.1.12, 10.1.10 (Pass.). II. found in or among, πόλεις ἀγρίοις ἔθνεσι Plu.2.328b codd.
German (Pape)
[Seite 954] dabei, darauf bauen; πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι, Städte unter wilden Völkern anlegen, Plut. de Alex. fort. 1, 4; zum zweiten Mal gründen, herstellen, Strab. XVII, 831; = simplex, Pol. 10, 24, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικτίζω: κτίζω ἐκ νέου, πόλις Ἰὼλ ὄνομα, ἣν ἐπικτίσας Ἰούβας μετωνόμασε Καισάρειαν Στράβ. 831. ΙΙ. ἱδρύω, κτίζω ἐν ἢ μεταξύ, πόλεις Ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι Πλούτ. 2. 328.