ἐπισκιάζω
English (LSJ)
A throw a shade upon, overshadow, τῇ [πτέρυγι] τὴν Ἀσίην Hdt.1.209. cf. Arist.GA780a30, Thphr.CP2.18.3, Ev.Matt.17.5: c.dat., Thphr.Sens.79, Ev.Marc.9.7:—Pass., Ph.1.262, al.; opp. φωτίζειν, S.E.P.1.141:—Med., -σκιάζεσθαι τὸν ἥλιον to ward off the sun's rays, Gp.5.29.3: metaph., conceal, obscure, ἀλήθειαν πλάσμασι μυθικοῖς Ph.1.41, etc.; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐ. Junc. ap. Stob.4.50.95; τὴν θωπείαν, τὸν βίον, Luc.Hist.Conscr.11, v.l. in Cal.1:—Pass., τῇ εὐγενεία Hdn.2.10.3; λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη keeping a hidden watch, S.Tr.914. 2. darken, obscure, Ph.2.223 (Pass.): metaph., ἀφροσύνη ἐ. ψυχήν Id.1.685, al. 3. of the Divine presence, overshadow for protection, etc., τινί LXXPs.90(91).4; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος ib.139(140).8; δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι Ev.Luc.1.35. 4. Pass., to be weak-sighted, Vett.Val.111.1.
German (Pape)
[Seite 979] beschatten, verbergen, λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη 'φρούρουν Soph. Tr. 910, d. i. aus dem Verborgenen; τῇ μὲν τῶν πτερύγων τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν Her. 1, 209; Arist. gen. an. 5, 1; öfter bei Sp., wie N. T., sowohl τινί, als τινά; ὁ τύμβος τινὰ ἐπισκιάζει Arist. ep. 3 (App. 9, 10). – Auch übertr., ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη ἐπισκιάζουσιν αὐτούς Luc. Calumn. 1; Tim. 27; Ggstz von φωτίζειν, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 141; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασι Iunc. Stob. fl. 117, 9; τὸ ἐπαχθὲς τοῦ λόγου ἐπεσκίασται τῷ ἀναγκαίῳ τῆς ἀπολογίας D. Hsl.; vgl. Hdn. 2, 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκιάζω: μέλλ. -άσω, ἐπιρρίπτω σκιὰν ἐπάνω εἴς τι, Λατ. obumbrare, τῇ πτέρυγι τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 1. 209, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 5· μετὰ δοτ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 79, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 7. ΙΙ. ἐπισκοτίζω, ἀμαυρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· ἀντίθετον τῷ φωτίζειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 141· μεταφ., ἐπικαλύπτω, τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐπ. Ἰούγκου ἐκ τοῦ Περὶ Γήρως παρὰ Στοβ. 597 ἐν τέλει· οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 11· τὸν ἑκάστου βίον ἐπισκιάζουσα (διάφ. γρ. ἐπηλυγάζουσα) ὁ αὐτ. π. Διαβολῆς 1· τῇ εὐγενείᾳ Ἡρῳδιαν. 2. 10: ― Παθ., λαθραῖον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη, βλέπουσα κρυφίως, Σοφ. Τρ. 914.