εὐπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσωπος Medium diacritics: εὐπρόσωπος Low diacritics: ευπρόσωπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: euprósōpos Transliteration B: euprosōpos Transliteration C: efprosopos Beta Code: eu)pro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A fair of face, Cratin.304, Anaxandr.9.5; μειράκιον Ar.Pl.976, cf. Ra.412 (lyr.), X.Mem.1.3.10 (Sup.); with glad countenance, S.Aj.1009; comice, λοπάς Eub.44.1.    2 metaph., fair in outward show, specious, ὑπεκρίναντο . . εὐπρόσωπα Hdt.7.168; οὐκ εὐ. φροιμίοις E.Ph.1336; λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149; εὐ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Arist.Pol.1263b15: Comp., Aristid.1.429J. Adv. -πως Philostr.VS1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.Or.7.224b.    3 perh. possessing legal personality, Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 29· μειράκιον Ἀριστοφ. Πλ. 976, πρβλ. Βατρ. 410, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 10· μετὰ φαιδροῦ προσώπου, δέξαιτ’ ἄν εὐπρόσωπος ἵλεώς τ’ ἴσως χωροῦντ’ ἄνευ σοῦ Σοφ. Αἴ. 1009. 2) μεταφ., καλῶς κατ’ ἐπιφάνειαν, ὑπεκρίναντο μὲν οὕτω εὐπρόσωπα. ἀπεκρίναντο μὲν οὕτω κατ’ ἐπιφάνειαν καλῶς, Ἡρόδ. 7. 168· οὐκ εὐπρ. φροιμίοις Εὐριπ. Φοίν. 1336· λόγους εὐπρ. καὶ μύθους 277. 6· εὐπρ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 11. - Ἐπίρρ. -πως, Φιλόστρ. 510.