ἱεράομαι

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεράομαι Medium diacritics: ἱεράομαι Low diacritics: ιεράομαι Capitals: ΙΕΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hieráomai Transliteration B: hieraomai Transliteration C: ieraomai Beta Code: i(era/omai

English (LSJ)

Ion. ἱρ-, fut. -άσομαι [ᾱ] J.AJ4.2.3; Ion.

   A -ήσομαι SIG 1003 (Priene, ii B.C.): aor. -ησάμην ib.708.34 (Istropolis, ii B.C.); pf. part. ἱερημένος ib.5:—Pass., aor. 1 part. ἱεραθεῖσα Philol.71.41 (Delph.):—to be a priest or priestess, θεοῦ Hdt.2.35, cf. SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.),al.; θεᾶς D.H.2.19; θεῷ Paus.6.11.2, cf. Philol. l.c.: abs., Th.2.2, Ph.2.157, al.; c. acc. cogn., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin.1.19 (v.l. ἱερώσασθαι): freq. in Inscrr., ἱερασάμενος τῇ πατρίδι CIG4069 (Ancyra), etc.; cf. ἱερόω.

German (Pape)

[Seite 1240] ion. ἱράομαι, dep. med., Priester oder Priesterinn sein; θεοῦ, eines Gottes, Her. 2, 35; absol., Thuc. 2, 2; ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aesch. 1, 19; ἱερᾶσθαι καὶ ἄρχειν D. Hal. 2, 19 u. sonst. – Die VLL. haben auch eine Form ἱεράτω, die sie κατὰ νόμον ὀργιαζέτω καὶ θυέτω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράομαι: Ἰων. ἱράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ ἱέρεια, θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Αἰσχίν. 3. 33· ἱρασάμενος τῇ πατρίδι κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. ― ἱερεώσατο (= ἱεράσατο), Ἐπιγρ. Πειραιῶς CIA. ΙΙ. 613. ― ἱερεωμένης, ἱερείας οὔσης, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθηναίου τόμ. Η΄, σ. 237.