θεσμοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοφόρος Medium diacritics: θεσμοφόρος Low diacritics: θεσμοφόρος Capitals: ΘΕΣΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thesmophóros Transliteration B: thesmophoros Transliteration C: thesmoforos Beta Code: qesmofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A law-giving, epith. of Demeter, Hdt.6.91, 134, IPE2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.Aet.Oxy. 2079.10, D.S.1.14, etc.; σεμνὴ Θ. AP5.149 (Asclep.), cf. Luc.Tim.17; τὼ Θεσμοφόρω Demeter and Persephone, Ar.Th.83, al.; αἱ Θεσμοφόροι App.BC2.70, Plu.Dio56, etc.; πότνια Θ., of Persephone, Pi.Fr.37; also, as a title of Dionysus, Orph.H.42.1.

German (Pape)

[Seite 1203] gesetzgebend, Nonn.; so hieß bes. Demeter, die durch Einführung des Ackerbaues die bürgerliche Gesellschaft gestiftet u. den Grund zu rechtmäßiger Eheverbindung, zu Gesetz u. Recht gelegt, Her. 6, 134 u. öfter bei Folgdn; τὼ Θεσμοφόρω sind Demeter u. Persephone, die in den Thesmophorien gemeinschaftlich verehrt wurden, Ar. Th. 282 u. öfter, Eccl. 443; sie heißen auch Θεσμοφόροι σεμναὶ πότνιαι, Ep. ad. 291 b (App. 376). – Auch andere Götter werden so benannt, wie Isis, D. Sic. 1, 14, Dionysus, Orph. H. 42, 1.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοφόρος: -ον, ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ ἐπειδὴ εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον, κτλ., Ἡρόδ. 6. 91, 134· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., Δήμητρι Θεσμοφόρῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2106, κ. ἀλλ.· σεμνὴ θ. Ἀνθ. Π. 5. 150, Λουκ. τώ θεσμοφόρω, ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, αἵτινες ἐλατρεύοντο ὁμοῦ κατὰ τὰ Θεσμοφόρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 83, 282, 303, Ἐκκλ. 443, κ. ἀλλ., πρβλ. Πίνδ. Ἀποσπ. 12· ὡσαύτως, αἱ θεσμοφόροι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70, Πλούτ. ἐν Δίωνι 56, κτλ.· προσέτι ὡς ὄνομα τῆς Ἴσιδος, Διόδ. 1. 14· τοῦ Διονύσου, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 1.