καταμαλάσσω

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμᾰλάσσω Medium diacritics: καταμαλάσσω Low diacritics: καταμαλάσσω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: katamalássō Transliteration B: katamalassō Transliteration C: katamalasso Beta Code: katamala/ssw

English (LSJ)

Att. καταμαλάττω,

   A soften, σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21.

German (Pape)

[Seite 1362] erweichen, Luc. de gymn. 24; übertr., rühren, besänftigen, τοὺς ἀνέμους Luc. lov. Trag. 24; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Heliod. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, πολὺ μαλάσσω, μαλακώνω, κάμνω τι διὰ τῆς ἀλοιφῆς καὶ τῆς τριβῆς μαλακόν, χρίομεν… σώματα ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς ἐντονώτερα γίγνοιτο Λουκ. Γυμν. 24· μεταφ., πραΰνω, αὐτόθι ἐν Διΐ Τραγ. 24, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 19, κτλ.· τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Ἡλιόδ. 7. 11.