καταστρηνιάω

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A behave wantonly towards, τοῦ Χριστοῦ 1 Ep.Ti. 5.11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρηνιάω: φέρομαι ἀκολάστως πρός τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.